- διαγριαίνω
- διαγριαίνω, strengthd. for ἀγριαίνω, Plu.Ant.86, Brut.20 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαγριαίνω — (Α) [αγριαίνω] αγριεύω, εξοργίζομαι … Dictionary of Greek
διαγριαινόμενον — διαγριαίνω pres part mp masc acc sg διαγριαίνω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαινούσης — διαγριαίνω pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαινόμενα — διαγριαίνω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαίνειν — διαγριαίνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαίνεσθαι — διαγριαίνω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγριαίνεται — διαγριαίνω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)